-
1 ἄλαστος
A not to be forgotten. insufferable, πένθος, ἄχος, Il.24.105, Od.4.108, Hes.Th. 467, cf. Alcm.23, A.Pers. 990;ἔπαθον ἄλαστα S.OC 538
: [comp] Sup.-ότατον, πῆμα IG12
(5). 64 ([place name] Naxos); neut. as Adv., ἄλαστον ὀδύρομαι I wail inconsolably, Od.14.174, cf. B.3.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄλαστος
-
2 ἄλαστος
ἄ-λαστος, ον ( λαθέσθαι): never to be forgotten, ‘ceaseless;’ ἄλος, πένθος, ἄλαστον ὀδύρομαι, ἄλαστε, ‘eternal foe,’ Il. 22.261.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄλαστος
См. также в других словарях:
άλαστος — ἄλαστος, ον (Α) 1. (για καταστάσεις) α. αλησμόνητος, αξέχαστος β. αφόρητος, δεινός 2. (για πρόσωπα) α. δημιουργός αλησμόνητων έργων, αλησμόνητος β. καταραμένος, άθλιος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἄλαστον ακατάπαυστα 4. φρ. «ὀδύρομαι ἄλαστον», θρηνώ … Dictionary of Greek